- μπιστεύω
- 1. (ενεργ. και μέσ.) εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μπιστεμένος, -η, -οέμπιστος, πιστός, μπιστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμ-πιστεύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιστεμένος — η, ο βλ. μπιστεύω … Dictionary of Greek